Ἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργά — (συγκρ. αργότερα), επίρρ. 1. τροπ., όχι γρήγορα, σιγά: Περπατούσε στο δρόμο αργά και με το κεφάλι σκυφτό. 2. χρον., μετά την κανονική ώρα: Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε πολύ αργά. 3. το βράδυ, τη νύχτα: Κάθε αυγή και κάθε αργά (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργά — ἀργός 1 shining neut nom/voc/acc pl ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc/acc dual ἀργά̱ , ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά , ἀργός 2 not working the ground neut nom/voc/acc pl ἀ̱ργά̱ , ἀργός 2 not working the ground fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργᾶ — Ἀργᾶς masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλλὰ τὰ μὲν προβέβηκεν, ἀμήχανόν ἐστι γένεσθαι Ἀργά. — См. Что о том тужить, чего нельзя воротить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τἄργα — Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc/acc dual Ἄργᾱ , Ἄργη fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἄργᾱ , Ἄργος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργας — Ἄργᾱς , Ἄργη fem acc pl Ἄργᾱς , Ἄργη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάν — ἀργά̱ν , ἀργός 1 shining fem acc sg (doric aeolic) ἀ̱ργά̱ν , ἀργός 2 not working the ground fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργάς — ἀργά̱ς , ἀργός 1 shining fem acc pl ἀ̱ργά̱ς , ἀργός 2 not working the ground fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)